Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το πρωτοχρονιάτικο

  • 1 ёлка

    ёлка ж см. ель новогодняя (рождественская) \ёлка το πρωτοχρονιάτικο ( χριστουγεννιάτικο) δέντρο
    * * *
    ж см. ель

    нового́дняя (рожде́ственская) ёлка — το πρωτοχρονιάτικο (χριστουγεννιάτικο) δέντρο

    Русско-греческий словарь > ёлка

  • 2 елка

    елка
    ж τό Ελατο, ἡ ἐλάτη:
    новогодняя \елка τό πρωτοχρονιάτικο δέντρο.

    Русско-новогреческий словарь > елка

  • 3 крестовина

    крестовина
    ж
    1. ж.-д. μοχλός μεταφοράς σιδηροδρομικής διασταύρωσης· 2.:
    \крестовина для елки ἡ ξύλινη σταυροειδής βάση για τό πρωτοχρονιάτικο δέντρο.

    Русско-новогреческий словарь > крестовина

  • 4 новогодний

    нового́дн||ий
    прил πρωτοχρονιάτικος, τοῦ νέου ἐτους, ἀγιοβασιλειάτικος:
    \новогодний подарок τό πρωτοχρονιάτικο δῶρο, τό ἀγιο-βασιλειάτικο δῶρο\новогодний \новогоднийие поздравления οἱ πρωτοχρονιάτικες εὐχές· \новогоднийяя елка τό ἀγιοβασιλειάτικο δένδρο· \новогоднийяя ночь ἡ νύχτα τῆς πρωτοχρονιβς.

    Русско-новогреческий словарь > новогодний

  • 5 ёлка

    θ.
    1. βλ. ель.
    2. πρωτοχρονιάτικο δέντρο.
    3. ως επίρ. лкой ή в елку σαν το έλατο, ελατοειδής.
    εκφρ.
    елки-палки ή елки зеленые – να το πάρει ο διάβολος, στο διάβολο.

    Большой русско-греческий словарь > ёлка

  • 6 к

    κ. ко (πρόθεση με δοτ. πτ.).
    1. (σημαίνει κατεύθυνση, κίνηση κατευθυντήρια)• προς, για, στον, στην, στο κ.τ.τ. иду к брату πηγαίνω στον αδερφό•

    приблизиться к реке πλησιάζω στο ποτάμι•

    обратитесь к директору απευθυνθήτε στο διευθυντή•

    воззвание ко всем трудящимся έκκληση προς όλους τους εργαζόμενους•

    зима подходит к концу ο χειμώνας κοντεύει να βγει.

    2. (για χρόνο)• κατά, περίπου, γύρω, κοντά•

    к утру больной почувствовал себя лучше κατά το πρωί ο άρρωστος αισθάνθηκε τον. εαυτό του καλύτερα•

    приходите к 9 часам ελάτε κατά τις 9 η ώρα•

    к вечеру κατά το βράδυ.

    3. (προορισμό, σκοπό) για, δια•

    подарок к дню рождения δώρο για τα γενέθλια•

    игрушки к ёлке παιγνίδια για το πρωτοχρονιάτικο δέντρο•

    принять, к сведению παίρνω υπ όψη•

    принять к исполнению παίρνω για εκτέλεση•

    запонка к воротнику κουμπί για γιακά.

    4. (για στερέωση, ένωση, πρόσθεση κλπ.) στον, στην, στο•

    приклеить к стене κολλώ στον τοίχο•

    к пяти прибавить три στο πέντε προσθέτω τρία.

    5. ως προς, σχετικά προς• προς•

    он расположен ко мне αυτός είναι καλοδιαθε-τημένος προς εμένα•

    любовь к детям αγάπ,η προς τα παιδιά.

    6. με•

    лицом к лицу πρόσωπο με πρόσωπο•

    носом к носу μύτη με μύτη•

    плечо к плечу ή плечом к плечу πλάτη με πλάτη (πλάι-πλάι ή μονιασμένα).

    7. (για κατηγορία, ομάδα, επάγγελμα κλπ.) στον, στην, στον απο•

    он принадлежит к крупным капиталистам αυτός είναι από τους μεγάλους καπιταλιστές.

    8. σε•

    к нам пришли гости (σε) μας ήρθαν μουσαφίρηδες.

    9. (παρότρυνση, τρόπο) προς, για•

    вперёд! к победе εμπρός! για τη νίκη.

    10. (για επικεφαλίδα) επί για, προς•

    к столетию А.С. Пушкина για τα εκατοντάχρονα του Α.Σ. Πούσκιν.

    11. (άλλες επί μέρους σημασίες)•

    к несчастью δυστυχώς•

    к счастью ευτυχώς•

    к сожалению προς λύπη (δυστυχώς)•

    к тому же επί πλέον, κι ακόμα•

    к лучшему προς το καλύτερο•

    к худшему προς το χειρότερο•

    к моему стыду για ντροπή μου•

    к моему удовлетворению προς ικανοποίηση μου.

    Большой русско-греческий словарь > к

  • 7 новогодний

    επ.
    πρωτοχρονιάτικος•

    -ые поздравления (пожелания) πρωτοχρονιάτικες ευχές•

    -ая лка χριστουγεννιάτικο δέντρο•

    -ые песни τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς•

    новогодний поди-ροκ πρωτοχρονιάτικο δώρο•

    новогодний пирог πρωτοχρονιάτικη πίτα.

    Большой русско-греческий словарь > новогодний

  • 8 подарок

    -рка α. δώρο, δώρημα• δωρεά χάρισμα•

    сделать подарок κάνω δώρο (δωρίζω)•

    свадебный подарок γαμήλιο δώρο•

    новогодный подарок πρωτοχρονιάτικο δώρο•

    получить подарок παίρνω δώρο•

    дать в подарок δίνω για δώρο.

    Большой русско-греческий словарь > подарок

См. также в других словарях:

  • μπουλουστρήνα — και μπουλιστρίνα, η (Μ μπονεοτρένα) πρωτοχρονιάτικο φιλοδώρημα, μποναμάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μπονεστρένα < λατ. bonae strenae «πρωτοχρονιάτικο δώρο για την αίσια έκβαση τών οιωνών». Για τον τ. μπουλουστρήνα και μουλιστρίνα πρβλ. γαλλ. belles… …   Dictionary of Greek

  • μποναμάς — και μπουναμάς και μπουλαμάς, ο 1. πρωτοχρονιάτικο δώρο 2. (γενικά) α) κάθε δώρο β) φιλοδώρημα 3. μτφ. απρόσμενο κέρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bona mano «καλό χέρι»] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»